Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 104

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

ριφάκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κατσικάκι
Ετυμολογία: 
[< αρχ. ερίφιον]

ρίφι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κατσικάκι, ριφάκι

ρόβι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καρπός για τροφή των ζώων

ροδαμίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλασταίνω, πετώ αροδαμούς, κλωνάρια, βλαστούς

ροδαμός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
και αροδαμός, νέος βλαστός με μεγάλη ανάπτυξη

ροδαρά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τριανταφυλλιά | καμμιά φορά λέμε και κάποιο άλλο λουλούδι όμορφο

ροδονίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γνωρίζω

ροζονάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κουβεντιάζω, συζητώ

ρούγα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γειτονιά

ρούκουνας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
και ρουκούνι, ακρογωνιαίος λίθος, πελέκι, η πελεκημένη ίσια μεγάλη πέτρα με την οποία χτίζεται η εξωτερική γωνία ενός τοίχου

ρουνίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κουρελιάζω

ρωμάνα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ποκιλία μεγάλου μυρωδάτου αχλαδιού

σάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φτιάχνω

σάϊκα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σίγουρα, ασφαλώς, εξάπαντος, οπωσδήποτε, κατα πάσα πιθανότητα, πιθανόν, προφανώς Προσδιορίζει κάτι μεταξύ πιθανού και βεβαίου, η δε ακριβής σημασία του τεκμαίρεται από τα συμφραζόμενα
Ετυμολογία: 
[< τουρκ. sahi και το sahíhan]
Παράδειγμα: 
Σάικα 'μένα αγαπάς, γη λάθος κάνεις πάλι κι έχεις τον άλλο στη γκαρδιά κι εμένα στο βουργιάλι

σαϊτιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η κίνηση της σαίτας στον αργαλειό | η κίνηση του βέλους

σακάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αποκόπτω από το θηλασμό, το βύζασμα, μικρό αρνί που βυζαίνει

σακασάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρό αρνί που το αποκόβουμε από το βύζαγμα

σακατεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κτυπώ κάποιον και του κάνω μεγάλη ζημιά που τον αφήνω ανάπηρο, σακάτη

σακάτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανάπηρος

σακίζι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(το) 1. τσίχλα, μαστίχα Χίου | 2. παχύρρευστη ουσία που βγαίνει από το φυτό "κολλαγκαθιά" ή "ακολιά", η οποία όταν πήζει μασιέται κανονικά σαν τσίχλα
Ετυμολογία: 
[< τούρκ. sakız = τσίχλα, μαστίχα]
Συνώνυμα: 
ακολιά, κολλαγκοθιά
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα