Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 22

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αναχουρδεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανακατώνω, ψάχνω κάτι με θόρυβο
Συνώνυμα: 
χαρχαλεύγω

ανάχυμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χώμα που σωρεύεται σκάβοντας | η δεύτερη ποσότητα γάλακτος που βάζουμε στον ορό της τυροκομικής, για να κάνουμε τη μυζήθρα, όταν ήδη έχει βγει το πρώτο μαλακό τυρί (η μαλάκα, βλ.λ)

αναχυμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανασκαμμένος από βόμβες και ορύγματα

αναχύνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σκάβω πετώντας πάνω το χώμα

αναχώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανοίγω και αδειάζω τα μνήματα

ανέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αν, εάν, άμα

ανεβάλωμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
διαβολή, ανακάτεμα, σπιουνιάρισμα

ανεβόλεμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανηφόρα, ανήφορος
Συνώνυμα: 
ανεβολάδα

ανεβολεύγω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανηφορίζω

ανεβουλή

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
δίχως θέληση

ανεγαλιώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
έχω μεγάλη χαρά

ανεγκάζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θυμώνω, νευριάζω, αγριεύω

ανέγλυτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άγαμος

ανέγνοιος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ξένοιαστος
Συνώνυμα: 
αξέγνοιος

ανεγνώριστος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τόσο αλλαγμένος προς το χειρότερο, ώστε δεν αναγνωρίζεται πια

ανέγνωρος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άγνωστος, άσημος

ανεγογύρεμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αναζήτηση, ψάξιμο με σχετική φασαρία

ανεγυριστικό

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
υπαινιγμός, αλληγορία, υπονοούμενο

ανεδιάδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σημείο με πολύ μεγάλη θέα

ανεδιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είμαι σε μέρος ψηλό και βλέπω μέρος που πριν δεν έβλεπα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα