Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Δ'

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

δα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θα

δάμακας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άκρη αγρού, ο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη

δάχτυλας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(ο) το μεγάλο δάκτυλο | ο αντίχειρας

δεμαθιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το δεμάτι

δέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τυρανώ, βασανίζω

δετάδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλέπε ντετάδα

δέτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γκρεμός

διάβα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πέρασμα

διαβαίνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
περνώ | παρέρχομαι
Ετυμολογία: 
[< αρχ. διαβαίνω]
Παράδειγμα: 
διαβαίνουν οι καιροί

διαγουμίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
διασκορπίζω, μακελεύω, αρπάζω

διάζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μέρος της διαδικασίας οργάνωσης των νημάτων του αργαλειού πριν αρχίσει η ύφανση

διακονεύγω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ζητιανεύω

διακονιάρης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ζητιάνος
Ετυμολογία: 
[< μσν. διακονιάρης < διακονία]

διαναχτώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγαναχτώ, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια
Ετυμολογία: 
εδιανάχτησα μέχρι να το πετύχω

διάξω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
να διάξω = να κάνω, να πράξω

διάολος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
διάβολος

διάπαντα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
προς όλες τις κατευθύνσεις, εδώ κι εκεί
Ετυμολογία: 
τρελλάθηκε και ήπιασε τα διάπαντα = τρελλάθηκε και άρχισε να τρέχει εδώ κι εκεί

διαρμίζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καθαρίζω, τακτοποιώ, ευπρεπίζω, φροντίζω
Ετυμολογία: 
[< διαρρυθμίζω = τακτοποιώ]

διάφορο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η διαφορά, καλυτέρευση

διγαβρές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(ο) έγνοια, καημός, συνεχής απασχόληση με κάτι, εμμονή ιδέα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα