Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 110

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

συζέψαμε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνεταιριστήκαμε στα βόδια για το όργωμα (έβαλε ο καθένας ένα βόδι)

συμπαίνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα, τροφοδοτώ το βολόσυρο στο αλώνι με δεμάτια σπαρτά, συνεργώ, υποβοηθώ

συναλίκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σχέση, συναναστροφή

συναποβγάνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνοδεύω μέχρι την έξοδο, κατευοδώνω

συνεπαρσά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η νσυνοδεία (του νεκρού συνήθως), το ψίκι

συνηφέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνέρχομαι, βρίσκω τα λογικά μου

συνορίζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανταγωνίζομαι, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι, παραβγαίνω, διεκδικώ

συνορισά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανταγωνισμός, όχι πολύ ευγενής άμιλλα

σύντεκνος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Συντέκνοι είναι οι γονείς ενός παιδιού με τον νονό ή νονά του. Τόσο ο γονιός μπορεί να προσφωνήσει τον νονό "Σύντεκνο" όσο και ο νονός μπορείς να προσφωνήσει τον γονιό "Σύντεκνο". Και οι 2 οικογένειες είναι μεταξύ τους "συντέκνοι". Το παιδί το νονό του όμως δεν θα τον πει "σύντεκνο" αλλά "σάντολο"
Ετυμολογία: 
< συν + τέκνο
Παράδειγμα: 
Γειά σου σύντεκνε, τι κάνεις;

συντηρώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παρατηρώ με προσοχή

συντρέμω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνδράμω, βοηθώ

συρμαγιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(η) κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης | (ναυτικός όρος) το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία
Ετυμολογία: 
[συρμαγιά, σιρμαγιά, σερμαγιά < τουρκική sermaye < περσική سرمايه (sarmāya)]
Συνώνυμα: 
σερμαγιά, σιρμαγιά

σφακολούλουδο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο ανθός της σφάκας (πικροδάφνη)

σφαλίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κλειδώνω, ασφαλίζω

σφαλιχταράκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρό μαχαίρι που κλείνει

σφαχτάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το σφάγιο,το σφαγμένο για φάγωμα ζώο

σφεντούριξα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εκσφενδόνισα

σφουγγίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σκουπίζω (με πανί)

σωμάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σαμάρι, ειδικά διασκευασμένη σέλα για γαιδούρι, άλογο κλπ για να μπορούν να το φορτώνουν

σωργιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σωρός
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα