Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Α' - ΣΕΛΙΔΑ 5

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αγκίνιο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αμεταχείριστο, νέο, καινούργιο, αφόρετο
Ετυμολογία: 
[< εγκαινιάζω]
Παράδειγμα: 
τα παπούτσια ετούτα είναι αγκίνια
Συνώνυμα: 
αγγίνιο

αγκίνιο-απαγκινιού

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εντελώς καινούργιο

αγκούσα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στεναχώρια, θλίψη

αγκουσεμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που έχει πολύ άγχος

αγκούτσακας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγριοαχλαδιά | εξόγκωμα μεγέθους ρεβυθιού, αρκετά σκληρό,που εμφανίζεται κυρίως στο ανθρώπινο σώμα, η λεγόμενη μυρμηγκιά.

αγκουτσαχλάδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγριοαχλαδιά

αγκριγιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η βαριά μυρωδιά, (δυσοσμία) του τράγου και του κριού, κατά την εποχή του οίστρου

άγκριγιος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άγριος
Συνώνυμα: 
άγκριος

αγκρίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο ερεθισμός του αρσενικού, κατόπιν προκλήσεώς του από το θηλυκό

αγκυλώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τσιμπώ, ερεθίζω | γαντζώνω | (μτφ.) πειράζω
Ετυμολογία: 
[<μσν. αγκυλώνω < αρχ. αγκυλόω-ω]

αγλάκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το τρέξιμο
Ετυμολογία: 
[< γλακώ]
Συνώνυμα: 
γλάκι

αγλακώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τρέχω
Συνώνυμα: 
γλακώ

αγνάδια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μέρος με απεριόριστη θέα
Συνώνυμα: 
αγνάντια, ανάδια

αγναντίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καταλαβαίνω

αγνάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
νιώθω

άγναφτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ακατέργαστος (για δέρμα)

αγοΐζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παρεκτρέπομαι, οργιάζω

αγοϊσμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
έξαλλος, εκτός εαυτού

άγομε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άμε, πήγαινε

αγούγια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αλίμονο
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα