Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Β'

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

βαρίχνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλ. λέξη βαρύχνω
Συνώνυμα: 
βαρύχνω

βαρύχνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χτυπάω, πληγώνω, πληγώνομαι
Ετυμολογία: 
[< βαρύς]
Παράδειγμα: 
Άπιαστα πάντα όνειρα στη στράτα μου παντίχνω και σκύφτω για να πιάσω τα και πέφτω και βαρύχνω

βαστώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κρατώ κάτι | βαστώ την τάδε γυναίκα = είμαι παντρεμμένος με την τάδε γυναίκα
Παράδειγμα: 
αυτός βαστά του Παχουλού την Ελενιά = έχει παντρευτεί του Παχουλού την Ελένη

βγαίνει ντου

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
του αξίζει, καλά να πάθει

βγαίνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανεβαίνω, φανερώνομαι

βγανιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συκοφαντία, εβγανιά

βγάνω τη

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τα καταφέρνω, τη φέρνω πάνω
Παράδειγμα: 
βγάνει τη δεν τη βγάνει = είναι σε κακή κατάσταση και είναι αμφίβολο αν θα ζήσει

βγορίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φαίνομαι από μακριά

βεγγέρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 

(η)

  1. βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι όπου ο οικοδεσπότης καλεί φίλους και συγγενείς και η οποία συνήθως κρατάει μέχρι αργά
  2. βραδινή οικογενειακή επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι που λάμβανε μορφή μικρής γιορτής, όπου προσφέρονταν διάφορα γλυκά, ξηροί καρποί, (όπως σύκα, καρύδια), ελιές, γλυνερό, λουκάνικα και τυριά, που συνοδεύονταν με ρακί ή κρασί

Η λέξη "βεγγέρα" συντάσσεται με το ρήμα "κάνω" πχ. "κάνω βεγγέρα"

Ετυμολογία: 
[< ιταλικά vegghera]

βεντέμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καλή καρποφορία, καλοχρονιά

βέργα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ένα ίσιο κομμάτι ξύλο (με κάποιο πρακτικό σχήμα στο πάνω μέρος) χρησιμοποιούμενο ως μπαστούνι, γκλίτσα

βερέμι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χτικιό, φυματίωση

βερεμιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αρρωστώ από φυματίωση

βέρος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αληθινός, γνήσιος

βιάζουντονε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βιαζότανε

βιγλεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παρατηρώ με προσοχή

βιγλίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
επιτηρώ το χώρο απο ύψωμα

βιόλα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
όμορφο λουλούδι γενικώς

βιτσίλα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυπαετός της Κρήτης, χρυσαετός

βιτσιλοκούμι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Φωλιά της βιτσίλας (βλ.λ), του γυπαετού
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα